Ἀγαμέμνον'

Ἀγαμέμνον'
Ἀγαμέμνονα , Ἀγαμέμνων
Agamemnon
masc acc sg
Ἀγαμέμνονι , Ἀγαμέμνων
Agamemnon
masc dat sg
Ἀγαμέμνονε , Ἀγαμέμνων
Agamemnon
masc nom/voc/acc dual

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ἀγάμεμνον — Ἀγαμέμνων Agamemnon masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ίδης — κατάλ. αρσ. πατρωνυμικών όν., η οποία σχηματίζεται από το πρόσφυμα ιδ και τη δηλωτική αρσ. ονομάτων κατάλ. ης (το ι τού ιδ προέρχεται πιθ. από θέματα ουσ. σε ι , ενώ το δ αποτελεί παρέκταση). Αρχικά η κατάλ. δήλωνε τον γιο (πρβλ. Αγαμεμνον ίδης… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”